ἐπίνοια

ἐπίνοια
ἐπίνοια, ,
A thinking on or of a thing, thought, notion, οὐδ' ἐς ἐπίνοιαν

ἰέναι τινός Th.3.46

;

ὡς . . Id.4.92

;

οὐδ' ἐπίνοιαν ποιήσασθαί τινος Plb.1.20.12

;

τὰς ἐ. εἴς τι φέρειν D.H.Pomp.1

; πάσαις ταῖς ἐ. γίγνεσθαι

περί τι Plb.5.110.10

; conception, idea, ἐναργὴς τοῦ πράγματος ἐ. Epicur.Fr.255, cf. Phld.D.3.8, al.; κατ' ἐπίνοιαν in idea, opp. κατὰ περίπτωσιν (q.v.), Stoic.2.29; κατ' ἐ. ψιλὴν ὑφεστάναι ib.159; πᾶσαν

ἐ. ἀτοπίας ὑπερβάλλειν Plu.2.1065d

.
2. power of thought, inventiveness, οἶνον σὺ τολμᾶς εἰς ἐ. λοιδορεῖν; Ar.Eq.90, cf. X.Cyr.2.3.19;

κατὰ τέχνην καὶ ἐ. γίγνεσθαι Thphr.Od.7

.
3. invention, device, conceit,

ἐ. ἀστειοτάται Ar.Eq.539

; ζητεῖν καινὴν ἐ. Id.V.346; θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐ. Id.Eq.1322, etc.;

τέχνης ἐπίνοιαι Arist.Mu.399b17

;

πενία ἐπινοιῶν διδάσκαλος Secund.Sent.10

.
4. purpose, design,

τίν' ἐ. ἔσχεθες; E.Ph.408

, cf. Med.760 (lyr.); τίς ἐ.; Ar.Th.766, cf. Av.405 (lyr.);

ἥτις ἡ 'πίνοια τῆς ἐγκεντρίδος Id.V.1073

, cf. Pl.45; κατὰ τὴν ἐκφορὰν καὶ τὴν ἐ. Stoic.2.128;

ἡ ἐ. τῆς καρδίας Act.Ap.8.22

: pl., ἐξ οἰκείων ἐ., = sua sponte,
OGI580.7 (Cilicia, iv A.D.).
II. afterthought, second thoughts,

ψεύδει γὰρ ἡ 'πίνοια τὴν γνώμην S.Ant. 389

.
III. intelligence, κοινὴ ἐ. Plb.6.5.2, cf. Longin. ap. Eus.PE 15.20.
2. Psychol., reflection on experience, retrospection, Plot.2.9.1, 6.8.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπινοία — ἐπινοίᾱ , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοίᾳ — ἐπινοίᾱͅ , ἐπίνοια thinking on fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίνοια — thinking on fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίνοια — η (AM ἐπίνοια) 1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.) 2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.) αρχ. 1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • επίνοια — η η επινόηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπινοίας — ἐπινοίᾱς , ἐπίνοια thinking on fem acc pl ἐπινοίᾱς , ἐπίνοια thinking on fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίνοι' — ἐπίνοια , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc sg ἐπίνοιαι , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πίνοια — ἐπίνοια , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοίαι — ἐπινοίᾱͅ , ἐπίνοια thinking on fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοιῶν — ἐπίνοια thinking on fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοίαις — ἐπίνοια thinking on fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”